- μονάδ'
- μονάδα , μονάςsolitaryfem acc sgμονάδι , μονάςsolitaryfem dat sgμονάδε , μονάςsolitaryfem nom/voc/acc dual
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νομαδιαίος — νομαδιαῑος, αία, ον (ΑΜ) μσν. (για τόπο) κατάλληλος για βοσκή αρχ. νομαδικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < νομάς, άδος + κατάλ. ιαῖος (πρβλ. μοναδ ιαίος, ωρ ιαίος)] … Dictionary of Greek